- ετεροστατικός
- -ή, -ό(ηλεκτρ.) αυτός που ανήκει στη μέθοδο μετρήσεως ενός δυναμικού μέσω άλλου δυναμικού.επίρρ...ετεροστατικώςμε ετεροστατική μέθοδο μετρήσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterostatic < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + static (πρβλ. στατικός)].
Dictionary of Greek. 2013.